- πεπλατυσμένου
- πλατύνωwidenperf part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεωδαισία — Η επιστήμη που ασχολείται με τον προσδιορισμό του σχήματος και τη μέτρηση των διαστάσεων της Γης. Η γ. έχει αναπτυχθεί βασικά σε δύο κλάδους: έναν θεωρητικό, που εξετάζει τη μορφή της Γης στο σύνολό της σε συνάρτηση με τους εσωτερικούς και τους… … Dictionary of Greek
κίστρα — η νυκτό έγχορδο μουσικό όργανο πεπλατυσμένου σχήματος, με τέσσερα ή έξι ζεύγη χορδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cistre, παραφθορά τού μσν. γαλλ. sitre (< λατ. cithara)] … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
σιμίτι — και σημίτι, το, Ν είδος μικρού μαλακού στρογγυλού πεπλατυσμένου και εύγευστου ψωμιού που πωλείται μαζί με τα κουλούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. τουρκ. simit < αραβ. samid < σεμίδαλις «σιμιγδάλι»] … Dictionary of Greek
βαθόλιθος — Τον όρο αυτό καθιέρωσε ο Αυστριακός γεωλόγος Έντουαρντ Ζις για τις τεράστιες μάζες πετρωμάτων μαγματικής προέλευσης, που σταθεροποιήθηκαν σε πολύ μεγάλα βάθη, σε σχήμα πεπλατυσμένου θόλου, διαμέτρου αρκετών χιλιομέτρων. Συνήθως δεν είναι δυνατόν… … Dictionary of Greek